υρακοειδή

υρακοειδή
(hyracidae). Τάξη θηλαστικών, η οποία περιλαμβάνει μικρά ζώα με πυκνό τρίχωμα. Τα μπροστινά τους άκρα είναι τετραδάχτυλα, ενώ τα πίσω τριδάχτυλα. Περπατούν χρησιμοποιώντας ολόκληρο το πέλμα τους (πελματοβάμονα), το οποίο έχει ισχυρούς όγκους, σαν κάλους, που τους εξασφαλίζουν σταθερό βάδισμα σε απόκρημνα ή δύσβατα εδάφη. Το κυριότερο γένος των υ. είναι ο ύραξ, που ζει στην Αφρική. Ο ύραξ έχει αιχμηρό ρύγχος, στερείται κυνοδόντων και έχει μεγάλους κοπτήρες. Οι ύρακες είναι διαδεδομένοι στην Αφρική και σε μερικές περιοχές της νοτιοδυτικής Ασίας. Ζουν σε ομάδες, μερικές φορές πολυάριθμες και τρέφονται με χόρτα, φρούτα και καρπούς. Το κρέας τους είναι περιζήτητο από τους ιθαγενείς. Το γένος ύραξ που διαιρείται σε μερικά υπογενή, περιλαμβάνει λίγα είδη. Το είδος προκαβία η πυρόχρωμη ζει στα βραχώδη εδάφη, από τη νότια Αφρική έως τη Λιβυκή Έρημο. Ο δενδρούραξ ο ραχιαίος ζει στα δάση της ισημερινής Αφρικής. Άλλα είδη είναι η προκαβία η αβησσυνιακή, η προκαβία του Ακρωτηρίου και η προκαβία η συριακή.
* * *
τα, Ν
(ζωολ.-παλαιοντ.) τάξη μικρόσωμων οπληφόρων τρωκτικόμορφων θηλαστικών τής Αφρικής και τής νοτιοδυτικής Ασίας, κν. νταμάν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hyracoidea < ύραξ, -ακος + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οπληφόρα — Ομάδα θηλαστικών προικισμένων με οπλή. Παλαιότερα, τα ο. κατατάσσονταν σε ιδιαίτερη τάξη, οι νεότερες όμως ταξινομήσεις ανέβασαν σε τάξεις τις παλιές υποτάξεις· περιλαμβάνουν τα μηρυκαστικά και τα μη μηρυκαστικά αρτιοδάκτυλα, τα υρακοειδή, τα… …   Dictionary of Greek

  • προκαβία — η, Ν ζωολ. γένος θηλαστικών τής τάξης υρακοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + Cavia < πορτογ. cavia < Tupi sawiya «αρουραίος»] …   Dictionary of Greek

  • ύραξ — ο / ὕραξ, ακος, ΝΜΑ μικρόσωμο οπληφόρο τρωκτικόμορφο θηλαστικό, μέλος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, τής τάξης υρακοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα αξ, όπως και άλλες ονομ. ζώων (πρβλ. ἀσπάλ αξ,… …   Dictionary of Greek

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”